"Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα και αυτή τη φορά τους Έλληνες". Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 -4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν Έλληνας κλέφτης, καπετάνιος, στρατηγός με πρωταγωνιστικό ρόλο στηνΕπανάσταση του 1821, πολιτικός, αρχηγός κόμματος, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.


Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Η Επανάσταση του 1821

Για την Επανάσταση του 1821 εγράφησαν χιλιάδες σελίδες και θα περίμενε κανείς για ένα τόσο σημαντικό γεγονός να μη μένουν αναπάντητα ερωτηματικά, τουλάχιστον στα πολυσυζητημένα θέματα. Και όμως δεν εδόθησαν μέχρι σήμερα απαντήσεις γενικής αποδοχής σε ερωτήματα καθώς τα επόμενα:
α) Πότε και από πού ξεκίνησε η Επανάσταση του 21;
β) Οι προϋποθέσεις, με τις οποίες ξεκίνησε, δικαιολογούσαν την αισιοδοξία των Φιλικών;
Πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι στη μονή της αγίας Λαύρας υψώθηκε πρώτα η σημαία της Επαναστάσεως.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, από τους πιο σοβαρούς ιστορικούς του ‘21, ο οποίος μίλησε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, με το Ζαΐμη και το Λόντο επίστευε και αυτός ότι στη Λαύρα υψώθηκε πρώτα η σημαία της Επαναστάσεως και μόλις στην τρίτη έκδοση της Ιστορίας του (1888) έγραψε ότι: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως. Την ιδέαν ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επκηδείω μου λόγω εις Ανδρέαν Ζαΐμην πριν εξακριβώσω την αλήθειαν».
Μανιάτες πολεμιστές. Από το βιβλίο «La Grèce  vues pittoresques et topographiques dessinées par Ο.Μ. baron de Stackelberg», Paris, 1834.
Αν ο Τρικούπης δυσκολεύτηκε να προσδιορίσει την αρχή του αγώνος, καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες των νεωτέρων.
Ο αγώνας ήταν καθολικός και το ζητούμενο είναι τι είχε ο καθένας να προσφέρει. Όσο για την έναρξη διαφωτιστικά θεωρούμε τα εξής στοιχεία.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848). Ηγετική φυσιογνωμία της Επανάστασης του '21. Πρωταγωνίστησε στις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Οπαδός του Καποδίστρια στην αρχή, εστράφη τελικώς εναντίον του με αποτέλεσμα το τραγικό τέλος του κυβερνήτη. Ως πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας απηύθυνε, ζητώντας βοήθεια, προκήρυξη προς τις μεγάλες δυνάμεις: «Η Ελλάς εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε... εν καιρώ θέλομεν δείξει και εμπράκτως την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνη μας»
Στο Αρχείο Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη διαβάζουμε αυτό το έγγραφο:
«Γενναιότατε καπετάν Παναγιώτη Κοσονάκο.
Ταύτη τη ώρα εις τες οκτώ ήμισυ άνοιξεν ο πόλεμος ενταύθα, δια τούτο ετελείωσαν τα ψεύματα. Πάρετε ιμαντάτι και μπαρουτόβολον, γράψε αμέσως εις Λυκόβουνον και όπου αλλού ηξεύρεις και είναι ανάγκη, φθάσε και ο ίδιος.
Σάββατον δείλι (1821) Πρωτοσύγγελος Γεράσιμος».
To Πάσχα του 1821 ήταν στις 10 Απριλίου και η 25 Μαρτίου ημέρα Παρασκευή, επομένως το προ της 25 Μαρτίου Σάββατο είναι στις 19 Μαρτίου. Σε δεύτερο έγγραφο του αυτού Αρχείου ο Θ. Γρηγοράκης γράφει στον αδελφό του ότι στα Τρίνησα μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επικρατεί μεγάλη αταξία και ότι αυτός σκότωσε τους Τούρκους της Στεφανιάς. Δηλαδή συνεχίζοντας με το τμήμα του την πορεία του προς τη Μονεμβασιά εξόντωσε τους Τούρκους της Επιδαύρου Λιμηράς.
Τα έγγραφα αυτά τα καθιστούν ντοκουμέντα αποφασιστικής σημασίας συγκεκριμένες πληροφορίες που βρίσκουμε στη μελέτη του Κ.Ν. Παπαμιχαλόπουλου για την πολιορκία και άλωση της Μονεμβασίας. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στα 1874. Ο νέος τότε επιστήμονας μίλησε με ανθρώπους που πήρανε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και τους οποίους κατονομάζει.
Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, αδελφός του Πετρόμπεη και εκ των δολοφόνων του Καποδίστρια. Συμμετέσχε ενεργά στον αγώνα, επιδείξας στρατιωτικά προσόντα και ηρωισμό.
Μπορούμε λοιπόν να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβεια των πληροφοριών του. Κατά τις ασφαλείς πληροφορίες του Παπαμιχαλόπουλου, όταν μάθανε στην Κυνουρία τις νίκες των Μανιατών και την πολιορκία της Μονεμβασίας, ενθουσιάσθηκαν και άρχισε συγκέντρωση ενόπλων. Κατέβηκαν 80 από το ορεινό Ζάρακα υπό τον Γ. Δρίβα και υπαρχηγούς τους Α. Ζουμπουλάκη και Κ. Σταθάκη.
Για να φτάσουν οι πληροφορίες στο Λεωνίδιο και να ενθουσιάσουν τον κόσμο χρειάστηκε κάποιος χρόνος μέχρι να γίνει η συγκέντρωση πολεμιστών. Η 25 Μαρτίου είναι χαρακτηριστική ημέρα και ασφαλώς τη διατηρήσανε στη μνήμη τους οι πολεμιστές του Λεωνιδίου. Τα έγγραφα λοιπόν του αρχείου Τζωρτζάκη συνδυαζόμενα με τις πληροφορίες του Παπαμιχαλόπουλου μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε τον χρόνο αλλά και τον τόπον ενάρξεως των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αν άρχισαν οι συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων στις 19 Μαρτίου από τα Τρίνησα ή στις 21 και 22 από την Πάτρα και την Καλαμάτα είναι κάτι που ενδιαφέρει βέβαια την ιστορική έρευνα, κάτι όμως πολύ πιο σοβαρό που μέχρι τώρα δεν απησχόλησε όσο θα 'πρεπε την έρευνα είναι τούτο. Οταν άρχισαν τον αγώνα οι Φιλικοί, με ποιες πολεμικές δυνάμεις ελπίζανε να καταβάλουν τον πολεμοχαρή και πάνοπλον δυνάστη;
Η τραγωδία των Ορλοφικών είχε δείξει ότι σύγκρουση των Πελοποννησίων με τους Τούρκους, θα ήταν εντελώς αλόγιστη ενέργεια, που θα οδηγούσε πάλι σε εθνική συμφορά.
Ο ακαδημαϊκός Μ. Σακελλαρίου στη γνωστή εργασία του Η Πελοπόννησος κατά την δευτέρα Τουρκοκρατία αναφερόμενος στη σύγκρουση 400 Μανιατών με 3.000 Τούρκους γράφει: «Μέχρι τούδε είδομεν και μας μένει ακόμα να συναντήσωμεν τους Έλληνας ουδεμίαν δυναμένους να αντιτάξουν αντίστασιν, άνευ ψυχικού σθένους, ευκόλως υποκειμένους εις πανικόν. Δια τούτο αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν το συμβάν τούτο. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίον ότι την εξαίρεσιν απετέλεσαν οι Μανιάται».
Στα χρόνια που ακολουθούν η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη. Ο Φιλήμων, που γνώρισε καλά τα πράγματα του Μοριά, μιλώντας για τις πολεμικές δυνάμεις της Πελοποννήσου κατά τις παραμονές του αγώνος γράφει:
«Μόνοι δε, της Λακωνίας εξαιρουμένης, φανεροί κατά την Πελοπόννησον αρματωλοί εσώζοντο ο Κόλιας Πλαπούτας εν Γόρτυνι και ο Π. Κεφάλας εν Ιμπλακίοις, χωρίοις της Μεσσηνίας κατά το Στενύκλαρον πεδίον, αλλ' άνευ σημασίας αξιοπαρατηρήτου παρά τη τουρκική εξουσία».
Υπό τας συνθήκας αυτάς ξεκίνησε ο αγώνας και κατά την έναρξη παρετηρήθη αυτό που ήταν επόμενο.
Το μεγάλο πλήθος των Πελοποννησίων τρόμαζαν όχι μόνο στη θέα αλλά και στο άκουσμα των Τούρκων.
Ο Κολοκοτρώνης δυο τρεις φορές έμεινε μόνος και μια φορά έχασε και το ντουφέκι του.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης μετά μία μάχη με τους Τούρκους: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα», Φωτ. Μανιάτες πολεμιστές (Leblanc, 1833-4).
Στα Απομνημονεύματά του μιλάει για την απελπισία στην οποία τον είχε οδηγήσει η φοβία των Πελοποννησίων. Ερμηνεύοντας την συμπεριφορά των Πελοποννησίων ο Τρικούπης γράφει ότι οι Έλληνες: «εθεώρουν τους εχθρούς των ως ανωτέρους των, Τούρκον ήκουαν και έτρεμαν».
Οι ιστοριογράφοι του ‘21 δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες που δείχνουν ότι οι Έλληνες τρέμανε τους Τούρκους.
Υπήρχε όμως και ένα μέρος Ελλήνων τους οποίους τρέμανε οι Τούρκοι, υπήρχαν δηλαδή οι Μανιάτες.
Ο αιχμάλωτος των Τούρκων François Pouqueville κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του στην Τρίπολη μας άφησε χαρακτηριστικές περί τούτου μαρτυρίες.
Μετά τη κατάληψη της Καλαμάτας ο Κολοκοτρώνης με 300 Μανιάτες, που του δώσανε ο Μαυρομιχάλης και ο Μούρτζινος, πηγαίνοντας στην Αρκαδία συγκρούστηκε με 1.700 Τούρκους. Τον ενθουσιασμό του από τη μάχη αυτή τον εκφράζει με τα λόγια αυτά: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμο, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: Τριακόσιοι ήταν οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι. Από τις έξη ώρες έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοΐδης, ο Δωράκης εσκοτώθηκαν πέντε-έξη. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια... Οι Τούρκοι εσκοτώθηκαν δεκαπέντε, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιο τους και τες γυναίκες τους».
Πανηγυρική δοξολογία στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, όπου οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες και τους αγωνιστές κατά την έναρξη του αγώνα. (Καλαμάτα, Μπενάκειο Μουσείο).
Για τη μάχη αυτή ο Φραντζής γράφει: «Εν δε μέρος Μανιατών μη έχοντες πλέον πολεμοφόδια, ως παραναλώσαντες πάντα όσα είχαν εις την μάχην, ζητήσαντες δε από τον Θ. Κολοκοτρώνην και αποτυχόντες ως μη έχοντος και αυτού εις τη στιγμήν, εκτύπων τους Οθωμανούς με τας πέτρας όντες αφ' υψηλής θέσεως οι Μανιάται».
Οι κυβερνήτες των Σπετσιώτικων καραβιών, που είχαν αποκλείσει τη Μονεμβάσια από τη θάλασσα, παρακολουθήσανε μια σύγκρουση 50 προσηλιακών Μανιατών, που πολιορκούσαν το Κάστρο, με 350 Τουρκομπαρδουνιώτες και Μονεμβασίτες Τούρκους.
Σε αναφορά που στείλανε στους προκρίτους του νησιού γράφουν για τη μάχη που παρακολουθήσανε: «αυτοί είναι παλληκάρια και τω όντι δ' αυτήν την τέχνην (του πολέμου)... Πριν έλθωνε ημείς εδώ πενήντα Μανιάται απ' έξω από το γεφύρι, εδώ που στεκόμεθα, επολεμούσαν με τριακόσιους πενήντα Μπαρδουνιώτας και Μονεμβασίτας και αν δεν έμβαιναν εις το γεφύρι εις την Μονεμβασίαν, όλους τους έτρωγαν, με όλον οπού καθείς εσκότωνε τον Τούρκον, εκαθότανε να τον εγδύση και πάλιν εσκότωσαν τριάντα».
Η πολεμική δράση των Μανιατών δεν περιορίστηκε στο Μοριά. Τους γνώρισαν η Εύβοια, η Στερεά, το Μεσολόγγι, η Ήπειρος. Έσπευσαν παντού, όπου η ανάγκη του πολέμου τους καλούσε για να χτυπήσουν τον Τούρκο και να εμψυχώσουν άλλους Έλληνες. Καθώς γράφουν ο Φραντζής και ο Φιλήμων πολεμούσαν την ημέρα και το βράδυ μαθαίνανε στους άλλους Έλληνες τη χρήση των όπλων και την τεχνική του πολέμου.
Ένα συμπέρασμα στο οποίο αβίαστα καταλήγει ο αμερόληπτος μελετητής της ιστορίας είναι τούτο.
Χωρίς τη Μάνη η Επανάσταση του 1821 και η ελευθερία της Ελλάδος θα ήταν κάτι το αδιανόητο.

Ανάργυρος Κατσουλιέρης

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη νεκρική κλίνη του



Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη νεκρική κλίνη του (Bibliothèque nationale de France)

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η Μάχη του Λάλα - 13 Ιουνίου 1821


Μία από τις πρώτες νικηφόρες μάχες των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο. Το Λάλα είναι χωριό της ορεινής Ηλείας στο όρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του και «Λαλιώτης» ο καταγόμενος από αυτό).
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικούσαν εξισλαμισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Πελοποννήσου με τη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη που διέθεταν. Κατά γενική ομολογία ήταν τα «καλύτερα ντουφέκια του Μωριά».
Στην αρχή της Επανάστασης του '21, οι Λαλαίοι θεωρήθηκαν απειλή για την πορεία του Αγώνα. Γι' αυτό το λόγο, οι οπλαρχηγοί της Γορτυνίας ίδρυσαν στην ευρύτερη περιοχή στρατόπεδο για να αποτρέψουν τη φυγή τους προς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο των επαναστατών.
Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικρατούσαν δύο απόψεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των Λαλαίων. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία.
Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν.
Στις 2 Ιουνίου 1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά, Ευαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούζα, Μιχαήλ Κουτουφά και Διονυσίου Σαμπρικού, που τους καλούσαν να καταθέσουν τα όπλα.
Οι Λαλαίοι άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας ότι την όποια απόφαση θα έπρεπε να πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίασαν από το χωριό.
Τότε οι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν και να τους επιτεθούν από τρία σημεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους αδελφούς Μεταξά και τον Γεώργιο Σισίνη.
Από κακό συντονισμό, ο Πλαπούτας επιτέθηκε μόνος του στις 9 Ιουνίου και φυσικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την αντεπίθεση των Λαλαίων.
Μέσα στη σύγχυση και τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε, ο Πλαπούτας άφησε την τελευταία του πνοή. 14 ακόμη Έλληνες έχασαν τη ζωή τους (11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι). Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες των Λαλαίων.
Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικράτησε σύγχυση και πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να το εγκαταλείψουν. Ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε την κατάσταση και έστειλε τον εμπειροπόλεμο Δημήτριο Πλαπούτα, οποίος κατόρθωσε να τους εμψυχώσει.
Οι Λαλαίοι αναθάρρησαν και αυτοί, όταν είδαν να καταφθάνουν ενισχύσεις από την Πάτρα στις 11 Ιουνίου. Επικεφαλής 1.000 Τουρκαλβανών ήταν ο Γιουσούφ Πασάς.
Ο Γιουσούφ ήθελε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση και στις 13 Ιουνίου επιτέθηκε με τους άνδρες του στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Βασικός του στόχος, να αποσπάσει πρώτα τα κανόνια που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια να τους πετσοκόψει με την ησυχία του.
Η μάχη δόθηκε σώμα με σώμα και η ανδρεία των Ελλήνων ανάγκασε τις δυνάμεις του Γιουσούφ να υποχωρήσουν και μαζί με τους Λαλαίους την επομένη να πάρουν τον δρόμο για την Πάτρα.
Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και έχασαν 84 άνδρες (60 Πελοποννήσιοι και 24 Επτανήσιοι).
Ανάμεσα στους πολλούς τραυματίες ήταν και ο κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) οι επαναστάτες εισήλθαν στο έρημο χωριό και το πυρπόλησαν. Συνολικά, γύρω στα χίλια σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες.
Η νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή και άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς.
Από την Πάτρα, όπου κατέφυγαν, αγωνίσθηκαν κατά της επανάστασης ως το τέλος και μετά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας και αργότερα στη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Η πρώτη τακτική μάχη του Αγώνα. Ο Κολοκοτρώνης κατατροπώνει τους Τούρκους στη γέφυρα της Καρύταινας

  ΙΣΤΟΡΙΑ  


Τέλη Μαρτίου 1821, η Πελοπόννησος φλέγεται από το ξέσπασμα της Επανάστασης. Στις 26 του μήνα στη γέφυρα της Καρύταινας, οι επαναστάτες σκότωσαν έναν Τούρκο αγγελιοφόρο. Επάνω του ανακάλυψαν μια επιστολή των Φαναριτών Τούρκων προς τους Τούρκους της Καρύταινας. Τους ειδοποιούσαν ότι την επόμενη ημέρα θα περνούσαν από την Καρύταινα για να μεταβούν και να ασφαλισθούν στην Τριπολιτσά και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. Οι Έλληνες ειδοποίησαν αμέσως τον Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στο Δεδέμπεη (χωριό ανάμεσα στο Λεοντάρι και την Καρύταινα). 
Ο Γέρος χωρίς χρονοτριβή κατέλαβε έναν στενό δρόμο που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιος Αθανάσιος έξω από την Καρύταινα. Οι Φαναρίτες έπρεπε να εξοντωθούν με κάθε θυσία, καθώς ήταν από τους πλέον αξιόλογους ντόπιους...

*από: http://www.mixanitouxronou.gr/proti-taktiki-machi-tou-agona-o-kolokotronis-katatroponi-tous-tourkous-sti-gefira-tis-karitenas/

Η Μάχη του Λάλα



Ο Ανδρέα Μεταξάς, επικεφαλής των Επτανησίων στη Μάχη του Λάλα






Μία από τις πρώτες νικηφόρες μάχες των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο.
Το Λάλα είναι χωριό της ορεινής Ηλείας στο όρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του και «Λαλιώτης» ο καταγόμενος από αυτό). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικούσαν εξισλαμισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Πελοποννήσου με τη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη που διέθεταν. Κατά γενική ομολογία ήταν τα «καλύτερα ντουφέκια του Μωριά».
Στην αρχή της Επανάστασης του '21, οι Λαλαίοι θεωρήθηκαν απειλή για την πορεία του Αγώνα. Γι' αυτό το λόγο, οι οπλαρχηγοί της Γορτυνίας ίδρυσαν στην ευρύτερη περιοχή στρατόπεδο για να αποτρέψουν τη φυγή τους προς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο των επαναστατών.
Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικρατούσαν δύο απόψεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των Λαλαίων. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία.
Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Στις 2 Ιουνίου1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά, Ευαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούζα, Μιχαήλ Κουτουφά και Διονυσίου Σαμπρικού, που τους καλούσαν να καταθέσουν τα όπλα.
Οι Λαλαίοι άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας ότι την όποια απόφαση θα έπρεπε να πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίασαν από το χωριό. Τότε οι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν και να τους επιτεθούν από τρία σημεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους αδελφούς Μεταξά και τον Γεώργιο Σισίνη.
Από κακό συντονισμό, ο Πλαπούτας επιτέθηκε μόνος του στις 9 Ιουνίου και φυσικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την αντεπίθεση των Λαλαίων. Μέσα στη σύγχυση και τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε, ο Πλαπούτας άφησε την τελευταία του πνοή. 14 ακόμη Έλληνες έχασαν τη ζωή τους (11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι). Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες των Λαλαίων.
Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικράτησε σύγχυση και πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να το εγκαταλείψουν. Ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε την κατάσταση και έστειλε τον εμπειροπόλεμοΔημήτριο Πλαπούτα, οποίος κατόρθωσε να τους εμψυχώσει. Οι Λαλαίοι αναθάρρησαν και αυτοί, όταν είδαν να καταφθάνουν ενισχύσεις από την Πάτρα στις 11 Ιουνίου. Επικεφαλής 1.000 Τουρκαλβανών ήταν ο Γιουσούφ Πασάς.
Ο Γιουσούφ ήθελε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση και στις 13 Ιουνίου επιτέθηκε με τους άνδρες του στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Βασικός του στόχος, να αποσπάσει πρώτα τα κανόνια που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια να τους πετσοκόψει με την ησυχία του.
Η μάχη δόθηκε σώμα με σώμα και η ανδρεία των Ελλήνων ανάγκασε τις δυνάμεις του Γιουσούφ να υποχωρήσουν και μαζί με τους Λαλαίους την επομένη να πάρουν τον δρόμο για την Πάτρα. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και έχασαν 84 άνδρες (60 Πελοποννήσιοι και 24 Επτανήσιοι). Ανάμεσα στους πολλούς τραυματίες ήταν και ο κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) οι επαναστάτες εισήλθαν στο έρημο χωριό και το πυρπόλησαν. Συνολικά, γύρω στα χίλια σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες.
Η νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή και άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς. Από την Πάτρα, όπου κατέφυγαν, αγωνίσθηκαν κατά της επανάστασης ως το τέλος και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας και αργότερα στη Βάρνα της Βουλγαρίας.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/452#ixzz34YBCsrmx

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Απελευθέρωση και όχι άλωση της Τριπολιτσάς. Οι Τούρκοι ήσαν οι κατακτητές και οι Έλληνες ήσαν οι ελευθερωτές. Γι' αυτό πρέπει να ομιλούμε περί απελευθερώσεως της Τριπολιτσάς από τον Τουρκικό ζυγό μετά από πεντάμηνη πολιορκία.

Η Τριπολιτσά ήταν απόρθητο κάστρο και είχε εφτά πύλες με διπλές πολεμίστρες και τάπιες με μεγάλα κανόνια. Η Τριπολιτσά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν το σπουδαιότερο οχυρό της Πελοποννήσου. Ήταν η έδρα του πασά του «Μορέως».
Η απελευθέρωσή της ήταν το όνειρο και το στρατηγικό σχέδιο του Γέρου του Μοριά. Πίστευε ότι πέφτοντας το κάστρο του Μοριά στεριώνει η Επανάσταση. Γι' αυτό Κολοκοτρώνης και Τριπολιτσά βρίσκονταν σαν δύο έννοιες συνυφασμένες. Το όνομα της Τριπολιτσάς, χάριν της Ιστορίας, έχει συνδεθεί με το όνομα του αρχιτέκτονα της πολιορκίας και της απελευθερώσεως της, του συντελεστή της μεγαλειώδης νίκης, το πάρσιμο του απόρθητου κάστρου του Μοριά.
Πράγματι, η σύλληψη και η οργάνωση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς οφείλεται στην  στρατιωτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του αρχιστρατήγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Πίστευε και αγωνιζόταν να χτυπήσει τον εχθρό στην κεφαλή, χωρίς να εγκαταλείψει την πολιορκία των λοιπών κάστρων. Ενώ διαφορετικά σκέπτονταν οι άλλοι οπλαρχηγοί. Τελευταία όλοι συμφώνησαν με το στρατηγικό πολεμικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Έτσι άρχισε να περισφίγγεται ο κλοιός της Τριπολιτσάς. Η θηλιά έσφιξε. Δέκα χιλιάδες αγωνιστές είχαν μπλοκάρει πιο σφιχτά τα τείχη της Τριπολιτσάς. Οι Έλληνες πολιορκητές αρχικώς ήσαν 6.000 και τελικώς 10.000 προ της μάχης της Γράνας με 20.000 κατά τις παραμονές της πολιορκίας. Ξεκίνησαν την Επανάσταση, απαράσκευοι, άοπλοι, άπειροι, απείθαρχοι και σχεδόν άσιτοι. Αλλά «οι αγύμναστοι και απόλεμοι επαναστάτες, οι διαλυόμενοι με τους πρώτους τουρκικούς πυροβολισμούς και εγκαταλείποντας τους οπλαρχηγούς των, αφ’ ης συνειδητοποίησαν τον πέριξ της Τριπολιτσάς αγώνα επειθάρχησαν και επολέμησαν μέχρι αυτοθυσίας» όπως τονίζει ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος.
Ο Φωτάκος υπολογίζει την δύναμη της τουρκικής φρουράς σε 16.000 με άφθονο πολεμικό υλικό, τροφοδοσία, πειθαρχία, διαθέτοντας επιπλέον ιππικό και πυροβολικό.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή ο Κεχαγιάμπεης κάλεσε μικρούς και μεγάλους σε συνέλευση για να ξεκαθαρίσουν τι τους απόμενε να κάμουν. Κατά την ώρα της γενικής συνελεύσεως στο σεράγι από τον Κεχαγιάμπεη, οι φυλακές στις τάπιες είχαν αδυνατίσει γιατί οι περισσότεροι βρίσκονταν στην συνέλευση. Οι Έλληνες ξεχύθηκαν μέσα στην Τριπολιτσά συντρίβοντας παντού την αντίσταση των Τούρκων. Και ο ιστορικός Διον. Κόκκινος γράφει: «Οι νικηταί δεν είχον έλεος δια κανέναν (...) κάθε ανθρώπινον αίσθημα είχε κοιμηθή εις τα στήθη των νικητών. Καμμία κραυγή προς οίκτον δεν εϋρισκον ακοήν (...). Η πόλις είχε μεταβληθή πλέον εις απέραντον οφαγείον».
Η αρπαγή, ο σκοτωμός και ο όλεθρος κράτησαν τρεις ημέρες. Η θεομηνία τούτη των αιμάτων άρχισε από την πύλη των Καλαβρύτων, που μόλις είχε κλείσει πίσω από τους Αρβανίτες. Η λεωφόρος από την Πύλη των Καλαβρύτων μέχρι το σατραπείο από λιθόστρωτο μετασχηματίσθηκε σε πτωματόστρωτο, «ούτε ο πεζός, ούτε ο ίππος επάτει επί της γης αλλ' επί πτωμάτων» (Φιλήμων) και ο Κολοκοτρώνης το επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του «Το άλογο μου από τα τείχη έως τα σεράγια δεν πάτησε γη».
Φρικτός ήτο ο απολογισμός των σφαγών αλλ' όχι απολύτως ακριβής. Φαίνεται ότι περίπου 10 χιλιάδες Οθωμανοί και Εβραίοι, ένοπλοι και άμαχοι εφονεύθηκαν και 300 νεκροί από το Ελληνικόν στρατόπεδον.
Σε δέκα χιλιάδες ανεβάζει ο Φιλήμονας, τους σφαγμένους και σε οχτώ χιλιάδες τους αιχμαλωτισμένους. Ο Κολοκοτρώνης περνώντας από το παζάρι στάθηκε και κοίταξε τον πλάτανο, όπου οι Τούρκοι κρέμαγαν τους Έλληνας: Ε! πόσοι από το σόι μου κι από το Έθνος μου κρεμάστηκαν σ' αυτόν, είπε και πρόσταξε και τον έκοψαν.
Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς χαρακτηρίζεται ως θεμέλιον και ύψιστο κραταίωμα της Επαναστάσεως. Ήταν η πρώτη και μεγάλη επιτυχία, που κέρδισαν οι Έλληνες εναντίον των τακτικών πολεμικών δυνάμεων των Οθωμανών. Η ενδοχώρα της Πελοποννήσου περιήρχετο στον αποκλειστικό έλεγχο των επαναστατών. Έτσι η Τριπολιτσά καθίστατο κέντρο πολιτικής και στρατιωτικής οργανώσεως και δράσεως ενώ η Πελοπόννησος εκαλείτο να μεταβληθεί σε μέγα και ασφαλές ορμητήριο των Ελλήνων για την απόκτηση της Ανεξαρτησίας της. Και μια προσπάθεια να καταστεί η πρώτη ελευθέρα πόλη, απαλλαγμένη από τις αθλιότητες του παρελθόντες.
Ακόμη η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς συγκίνησε βαθύτατα την ψυχή του αγωνιζομένου λαού που εξεφράσθηκε με ομάδα δημοτικών τραγουδιών από ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο Εθνικός μας ποιητής διέθεσε αρκετές στροφές από τον Εθνικό Ύμνο για να ζωντανεύει την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, τονίζοντας ότι μόνο βουτηγμένη στο αίμα η ελευθερία κατακτάται και βλάστησε μέσα «απ' τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Διονύσιος Σολωμός εκφράζουν το νόημα της ελευθερίας με την Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Ελευθερία ο ένας, ελεύθερη σκέψη ο άλλος, τα γερά αγκωνάρια που στέριωσαν τα θεμέλια του ελληνισμού και πρέπει να τα υπερασπιστούν οι νεότερες καταβολάδες στις κρίσιμες ημέρες που περνάει η πατρίδα μας.
Με αδιάσπαστη ενότητα να διαφυλάξουμε την Ελληνικότητα μας, έχοντας στο νου μας το σάλπισμα του ποιητή μας: «Μη λησμονάς, πως Έλληνα σ' έχει γεννήσει η Μοίρα κι εντός σου λάμπει αδάμαστη του Γένους σου η ψυχή».


+Νίκος Ι. Κωστάρας