"Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα και αυτή τη φορά τους Έλληνες". Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 -4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν Έλληνας κλέφτης, καπετάνιος, στρατηγός με πρωταγωνιστικό ρόλο στηνΕπανάσταση του 1821, πολιτικός, αρχηγός κόμματος, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.


Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Δωρεάν ψηφιακά βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Δωρεάν ψηφιακά βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821Δωρεάν ψηφιακά βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση του 1821
Ρήγα Βελεστινλή: Απάνθισμα Κειμένων, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού και οι Τρεις Πρώτες Μεταφράσεις του, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Απομνημονεύματα του Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη…
Κατεβάστε ελεύθερα από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του schooltime.gr τέσσερα e-books αφιερωμένα στον αγώνα των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία.

Οι τίτλοι των βιβλίων

Καρύταινα Γορτυνίας: Το 1821 όπως δεν το δίδαξαν ποτέ στα σχολεία

Καρύταινα Γορτυνίας: Το 1821 όπως δεν το δίδαξαν ποτέ στα σχολεία: Δύο από τους ήρωες του 1821 που τιμά η κρατική αφήγηση της επανάστασης είναι ο Ρήγας Φεραίος και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Και οι δύ...


Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης : H oμιλία του πρoς τους Γυμνασιόπαιδες, στην Πνύκα




Παιδιά μου! 
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, διὰ ταῦτα σας λέγουν καθ᾿ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των. 

Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἠμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν. 

Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξη ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα· διότι, ἂν εὐρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁποὺ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε. 

Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὐρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία. 

Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποὺ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση. 

Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα... 

Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σας ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ᾿ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἠμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης : H oμιλία του πρoς τους Γυμνασιόπαιδες, στην Πνύκα




Παιδιά μου!
Ες τν τόπο τοτο, πο γ πατ σήμερα, πατοσαν κα δημηγοροσαν τν παλαι καιρ νδρες σοφοί, κα νδρες μ τος ποίους δν εμαι ξιος ν συγκριθ κα οτε ν φθάσω τ χνη των. γ πιθυμοσα ν σς δ, παιδιά μου, ες τν μεγάλη δόξα τν προπατόρων μας, κα ρχομαι ν σς επ, σα ες τν καιρ το γνος κα πρ ατο κα στερα π᾿ ατν διος παρατήρησα, κα π᾿ ατ ν κάμωμε συμπερασμος κα δι τν μέλλουσαν ετυχίαν σας, μολονότι Θες μόνος ξεύρει τ μέλλοντα. Κα δι τος παλαιος λληνας, ποίας γνώσεις εχαν κα ποία δόξα κα τιμν χαιραν κοντ ες τ λλα θνη το καιρο των, ποίους ρωας, στρατηγούς, πολιτικος εχαν, δι τατα σας λέγουν καθ᾿ μέραν ο διδάσκαλοί σας κα ο πεπαιδευμένοι μας. γ δν εμαι ρκετός. Σς λέγω μόνον πς ταν σοφοί, κα π δ πραν κα δανείσθησαν τ λλα θνη τν σοφίαν των.

Ες τν τόπον, τν ποον κατοικομε, κατοικοσαν ο παλαιο λληνες, π τος ποίους κα μες καταγόμεθα κα λάβαμε τ νομα τοτο. Ατο διέφεραν π μς ες τν θρησκείαν, διότι προσκυνοσαν τς πέτρες κα τ ξύλα. φο στερα λθε στν κόσμο Χριστός, ο λαο λοι πίστευσαν ες τ Εαγγέλιό του, κα παυσαν ν λατρεύουν τ εδωλα. Δν πρε μαζί του οτε σοφος οτε προκομμένους, λλ᾿ πλος νθρώπους, χωρικος κα ψαράδες, κα μ τ βοήθεια το γίου Πνεύματος μαθαν λες τς γλσσες το κόσμου, ο ποοι, μολονότι που κα ν βρισκαν ναντιότητες κα ο βασιλες κα ο τύραννοι τος κατέτρεχαν, δν μπόρεσε κανένας ν τος κάμ τίποτα. Ατο στερέωσαν τν πίστιν.

Ο παλαιο λληνες, ο πρόγονοί μας, πεσαν ες τν διχόνοια κα τρώγονταν μεταξύ τους, κα τσι λαβαν καιρ πρτα ο Ρωμαοι, πειτα λλοι βάρβαροι κα τος πόταξαν. στερα λθαν ο Μουσουλμάνοι κα καμαν ,τι μποροσαν, δι ν λλάξη λας τν πίστιν του. κοψαν γλσσες ες πολλος νθρώπους, λλ᾿ στάθη δύνατο ν τ κατορθώσουν. Τν να κοπταν, λλος τ σταυρό του καμε. Σν εδε τοτο σουλτάνος, διόρισε να βιτσερ [ντιβασιλέα], ναν πατριάρχη, κα το δωσε τν ξουσία τς κκλησίας. Ατς κα λοιπς κλρος καμαν ,τι τος λεγε σουλτάνος. στερον γιναν ο κοτζαμπάσηδες [προεστοί] ες λα τ μέρη. τρίτη τάξη, ο μποροι κα ο προκομμένοι, τ καλύτερο μέρος τν πολιτν, μν ποφέρνοντες τν ζυγ φευγαν, κα ο γραμματισμένοι πραν κα φευγαν π τν λλάδα, τν πατρίδα των, κα τσι λαός, στις στερημένος π τ μέσα τς προκοπς, κατήντησεν ες θλίαν κατάσταση, κα ατ αξαινε κάθε μέρα χειρότερα· διότι, ν ερίσκετο μεταξ το λαο κανες μ λίγην μάθηση, τν λάμβανε κλρος, στις χαιρε προνόμια, σύρετο π τν μπορο τς Ερώπης ς βοηθός του γίνετο γραμματικς το προεστο. Κα μερικο μν ποφέροντες τν τυραννίαν το Τούρκου κα βλέποντας τς δόξες κα τς δονς πο νελάμβαναν ατοί, φηναν τν πίστη τους κα γίνοντο Μουσουλμάνοι. Κα τοιουτοτρόπως κάθε μέρα λας λίγνευε κα πτώχαινε.

Ες ατν τν δυστυχισμένη κατάσταση μερικο π τος φυγάδες γραμματισμένους μετάφραζαν κα στελναν ες τν λλάδα βιβλία, κα ες ατος πρέπει ν χρωστομε εγνωμοσύνη, διότι εθς πο κανένας νθρωπος π τ λα μάνθανε τ κοιν γράμματα, διάβαζεν ατ τ βιβλία κα βλεπε ποίους εχαμε προγόνους, τί καμεν Θεμιστοκλς, ριστείδης κα λλοι πολλο παλαιοί μας, κα βλέπαμε κα ες ποίαν κατάσταση ερισκόμεθα τότε. θεν μς λθεν ες τ νο ν τος μιμηθομε κα ν γίνουμε ετυχέστεροι. Κα τσι γινε κα προόδευσεν ταιρεία.

ταν ποφασίσαμε ν κάμωμε τν πανάσταση, δν συλλογισθήκαμε οτε πόσοι εμεθα οτε πς δν χομε ρματα οτε τι ο Τορκοι βαστοσαν τ κάστρα κα τς πόλεις οτε κανένας φρόνιμος μς επε «πο πτε δ ν πολεμήσετε μ σιταροκάραβα βατσέλα», λλ ς μία βροχ πεσε ες λους μας πιθυμία τς λευθερίας μας, κα λοι, κα κλρος μας κα ο προεστο κα ο καπεταναοι κα ο πεπαιδευμένοι κα ο μποροι, μικρο κα μεγάλοι, λοι συμφωνήσαμε ες ατ τ σκοπ κα κάμαμε τν πανάσταση.

Ες τν πρτο χρόνο τς παναστάσεως εχαμε μεγάλη μόνοια κα λοι τρέχαμε σύμφωνοι. νας πγεν ες τν πόλεμο, δελφός του φερνε ξύλα, γυνακα του ζύμωνε, τ παιδί του κουβαλοσε ψωμ κα μπαρουτόβολα ες τ στρατόπεδον κα ἐὰν ατ μόνοια βαστοσε κόμη δυ χρόνους, θέλαμε κυριεύσει κα τν Θεσσαλία κα τν Μακεδονία, κα σως φθάναμε κα ως τν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τος Τούρκους, πο κουγαν λληνα κα φευγαν χίλια μίλια μακρά. κατν λληνες βαζαν πέντε χιλιάδες μπρός, κα να καράβι μίαν ρμάδα...

γώ, παιδιά μου, κατ κακή μου τύχη, ξ ατίας τν περιστάσεων, μεινα γράμματος κα δι τοτο σς ζητ συγχώρηση, διότι δν μιλ καθς ο δάσκαλοί σας. Σς επα σα διος εδα, κουσα κα γνώρισα, δι ν φεληθτε π τ περασμένα κα π τ κακ ποτελέσματα τς διχονοίας, τν ποίαν ν ποστρέφεσθε, κα ν χετε μόνοια. μς μ μς τηρτε πλέον. Τ ργο μας κα καιρός μας πέρασε. Κα α μέραι τς γενες, ποία σας νοιξε τ δρόμο, θέλουν μετ᾿ λίγον περάσει. Τν μέρα τς ζως μας θέλει διαδεχθ νύκτα το θανάτου μας, καθς τν μέραν τν γίων σωμάτων θέλει διαδεχθ νύκτα κα αριαν μέρα. Ες σς μένει ν σάσετε κα ν στολίσετε τν τόπο, πο μες λευθερώσαμε· καί, δι ν γίν τοτο, πρέπει ν χετε ς θεμέλια της πολιτείας τν μόνοια, τν θρησκεία, τν καλλιέργεια το θρόνου κα τν φρόνιμον λευθερία.


Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ανήρ Μέγας Ετελεύτησε…

"Ανήρ μέγας ετελεύτησε…"

Με αυτά τα λόγια ο Παναγιώτης Σούτσος άρχισε, το μεσημέρι της 5ης Φεβρουαρίου 1843, τον επιτάφιο λόγο του μπροστά στο μνήμα του Αντιστράτηγου και Συμβούλου της Επικρατείας σε Τακτική Υπηρεσία, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο νεκρός ενδεδυμένος την στολή του Αντιστράτηγου, έφερε το παλαιό του ξίφος και στο πλευρό του είχαν τοποθετηθεί η περικεφαλαία του, οι επωμίδες του και ο ασημένιος θώρακας, από την αγγλική στολή της υπηρεσίας του στα Επτάνησα. Κάτω από τα τσαρούχια του είχε τοποθετηθεί η Τούρκικη σημαία.
Ανήρ μέγας ετελεύτησε…Όπως προέβλεπε το πρόγραμμα, που συνόδευε την κήρυξη τριήμερου πένθους με διάταγμα από τον Βασιλιά Όθωνα, η εκφορά του νεκρού ξεκίνησε από την οικία του αοιδίμου Αντιστράτηγου, εμπρός από την οποία είχε παραταχθεί η στρατιωτική μπάντα και ένας λόχος επίλεκτων. Η πομπή που σχηματίστηκε πορεύτηκε προς το ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, όπου από τον ιερό άμβωνα ο Αιδεσιμότατος Πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου, εκφώνησε πολύκροτο λόγο. Η εκφορά προς το νεκροταφείο συνεχίστηκε σύμφωνα με το ορισθέν πρωτόκολλο. Προηγείτο η έφιππος Χωροφυλακή, ο Λόχος Σκαπανέων, το μισό τάγμα Πεζικού με τη Στρατιωτική Μουσική, ο Αρχιτρίκλινος και οι υπηρέτες της Αυλής και στη συνέχεια ο Τίμιος Σταυρός μετά φανών, ο Ιερός κλήρος, οι Εκκλησιαστικοί Μουσικοί, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Ιεράς συνόδου με αρχιερατικές στολές. Προ της επικήδειου άμαξας, η οποία συρόταν από τέσσερα άλογα, προπορευόταν μελανοσκεπές το Άλογο και οι υπηρέτες του μακαρίτη.
Την νεκροφόρα άμαξα περιστοίχιζαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Γ. Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Ρ. Τζώρτζ, οι Υποστράτηγοι Τζαβέλας και Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Δ. Πλαπούτας και Ι. Μακρυγιάννης, οι Σύμβουλοι Επικρατείας Α Δελιγιάννης, Ν. Ρενιέρης, Φρ. Μαύρος, Κ, Καρατζάς, Δ. Ρώμας και Ρήγας Παλαμίδης. Τέσσερις Ταγματάρχες έφεραν επί μεταξωτών μαξιλαριών τα παράσημα του αποθανόντος Αντιστράτηγου. Οι γιοί του και οι λοιποί συγγενείς ακολουθούσαν αμέσως μετά και έπονταν οι Πρέσβεις των ξένων χωρών, οι Γραμματείς Επικρατείας, οι Αεροπαγίτες, το σύνολο των αξιωματούχων της πρωτεύουσας και ένα πολύ μεγάλο πλήθος κόσμου. Τη συνοδεία έκλεινε το έτερο μισό τάγμα πεζικού, το Πυροβολικό και το Ιππικό. Οι εξώστες των οδών Ερμού και Αιόλου καθώς και αυτοί των ανακτόρων ήσαν κατάμεστοι. Ο Όθωνας και η Αμαλία παρακολούθησαν την επικήδειο πομπή από το παράθυρο του Παλατιού. Τρεις ομοβροντίες από το πεζικό και τρείς από το πυροβολικό συνόδευσαν τη στιγμή της ταφής.
Δυο μέρες πριν είχε παντρέψει τον μικρό του γιό, τον Κολλίνο και το γλέντησε με την καρδιά του. Την επομένη επέστρεψαν στην Αθήνα, μετά από ταξίδι, ο Όθωνας και Αμαλία. Ο Αντιστράτηγος και εν υπηρεσία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σίγουρα ζούσε μέρες δικαίωσης και συμμετείχε εύχαρης στον χορό που δόθηκε στο Παλάτι. Τιμούμενος πολλαπλώς τα τελευταία χρόνια από τον Βασιλιά, απολάμβανε την δίκαιη αναγνώριση, την εύνοια των συμπολιτών του και την ευδοξία. Αποσύρθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα στην οικία του, που δεν απείχε πολύ από τα Ανάκτορα.
Λίγες μόλις ώρες μετά την κατάκλιση του εβδομηντατριάχρονου Αντιστράτηγου, οι υπηρέτες του σπιτιού του έτρεχαν μες την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα για να καλέσουν ιατρική βοήθεια. Ματαίως οι γιατροί Γλαράκης, Ρέζερ και Οικονόμου, προσπάθησαν επί αρκετές ώρες να αποτρέψουν την κατάληξη από εγκεφαλική συμφόρηση που εκδηλώθηκε περί την τρίτη μεταμεσονύκτια ώρα. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες, χιόνι στο κεφάλι και καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Το κακό μαντάτο είχε διαδοθεί και πλήθος πάσης τάξεως πολιτών είχε αρχίσει να συρρέει στο σπίτι του. Ο θάνατος του γέροντος Κολοκοτρώνη επήλθε την ενδεκάτη πρωινή της 4ης Φεβρουαρίου 1843. Λέγεται πως κατάφερε να ψιθυρίσει προς τον γιό του Γενναίο: «σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Οι συναγωνιστές του Γέρου έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμό του αρχηγού τους. Αμέσως με την ανακοίνωση του θανάτου του, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που συνεδρίαζε επί του Προϋπολογισμού, ο Ρήγας Παλαμίδης πήρε το λόγο και συνεπικουρούμενος από τον Παναγιώτη Σούτσο εισηγήθηκε και επέτυχε τη διακοπή της συνεδρίασης και τη σύσσωμη μετάβαση του Συμβουλίου στην οικία του τεθνεώτος. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνήλθε εκτάκτως και υπέβαλε για Βασιλική έγκριση το πρόγραμμα της επικήδειας τελετής. Ο Βασιλιάς εξέδωσε διάταγμα για τριήμερη πενθηφορία του στρατού ξηράς. Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν. Όπως έγραψε η εφημερίδα «Αιών»: «Εντεύθεν μια εξήρχετο φωνή μετά στεναγμού, εχάσαμεν τον Γέρον, δεν έχομεν πλέον την σκιάν του αναγκαίου Κολοκοτρώνου!»
Η μορφή του Κολοκοτρώνη έκανε μεγάλη εντύπωση σε όσους τον συναντούσαν. Δεν χρειαζόταν την περικεφαλαία ή άλλα εξαρτήματα προς τούτο. Ο Γάλλος Λοχαγός Vutier, τον περιγράφει: «Πρόσωπο ισχνό και ηλιοψημένο, βλέμμα οξύ και σκληρό, μάτια βαθουλωμένα, πελώριο μαύρο μουστάκι κάτω από μεγάλη γερακωτή μύτη, μαλλιά κυματιστά με ένα μικρό κόκκινο φέσι στραβοφορεμένο, έδιναν στο κεφάλι του χτυπητό χαρακτήρα που ματαίως θα τον αναζητούσε κανείς στον τόπο μας».
Υπήρξε μεγαλειώδης προσωπικότητα. Ηγήθηκε άτακτων, απείθαρχων και ανεκπαίδευτων ανδρών, με πενιχρές προϋποθέσεις, χωρίς οργανωμένη υποστήριξη ενός συγκροτημένου κράτους. Αντιμετώπισε πολλαπλάσιες δυνάμεις εχθρικών στρατευμάτων. Η σκιά του υπήρξε βαριά πριν, κατά και μετά τον αγώνα. Οι λόγοι και τα δημοσιεύματα που συνόδευσαν την αποδημία του, τον συνέκριναν με τον Σοφοκλή, τον Περικλή τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, ακόμα και με τον Μωυσή! Αυτή η μεγάλη θλίψη και ο άπειρος σεβασμός που πλημμύρησαν τη επομένη του θανάτου του το νέο Ελληνικό έθνος, υπήρξε φαινόμενο μοναδικό. Η θέση του στην Εθνική συνείδηση τον πέρασε στην Αθανασία.
Ωστόσο, ο γέρος του Μωριά δεν αναδείχτηκε επιφανέστατος ηγέτης μόνο με την στρατηγική του ιδιοφυία. Όπως εύστοχα και με οξυδέρκεια γράφτηκε μόλις λίγες μέρες μετά την κηδεία του στην εφημερίδα «Αιών», η ηθική και πολιτική επιρροή του υπήρξαν καταλυτικές για την συγκέντρωση της «εθνικής ισχύος», που ώθησε την επανάσταση υπεράνω των δεδομένων στρατιωτικής ισχύος και την διέσωσε από τις συμπληγάδες μεταξύ «του ολιγαρχικού πνεύματος και των εξωτερικών επιβουλών αφενός και της δειλίας ή αστασίας διαφόρων χαρακτήρων αφετέρου». Εμφορείτο ο ίδιος από τις ελληνικές ιδέες του καλού, της ανδρείας, της σοφίας και της δικαιοσύνης. Ιδέες που σμίλεψαν τις αρετές του, τον φώτισαν σε σκοτεινές στιγμές, τον κατέστησαν πρότυπο και παράδειγμα φρονήματος. Έγινε μεταξύ των Ελλήνων «η «βεβαιοτέρα κρηπίς του αγώνος και της ελευθερίας».
Αυτόν το χαρακτήρα, που συμπύκνωσε και εξέφρασε όσα η παράδοση από γενιά σε γενιά μετέδωσε ως ήθος Ελληνικό, προσπάθησε η τέχνη να αποτυπώσει, να εξυμνήσει και να αποθανατίσει. Η μορφή του Κολοκοτρώνη, για όσους την αναπαράστησαν εικαστικά, είτε αυτοί τον συνάντησαν και έκαναν σχέδια εκ του φυσικού είτε όσοι προσπάθησαν με τη φαντασία τους και από περιγραφές να την αποδώσουν, υπήρξε μια βαθειά πρόκληση. Δεν είχαν να κάνουν με ένα πρόσωπο, μα με την προσωποποίηση της ίδιας της αδούλωτης ψυχής ενός έθνους.
Σχέδια και Λιθογραφίες, ξυλογραφίες, ζωγραφικά έργα, από Ευρωπαίους και Έλληνες καλλιτέχνες, ανδριάντες και προτομές, αντικείμενα λαϊκής τέχνης, ως το εκμαγείο από τη νεκρική κλίνη, έργα των Vutier, Friedel, Boggi, Krazeisen, Hess, Brulloff, Deangelis, Bonirote, Peytier, Φουσκίδη, Τσόκου, Γεραλή, Βαρβέρη, Μοντεσάντου, Σώχου, Σακελλαρίου, Χουλιάρα κ.α., πάσχισαν (και συνεχίζουν να προσπαθούν) να αποθανατίσουν αυτόν που η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού φύλαξε στην μνήμη της ως τον καρτερόψυχο αγωνιστή, τον νουνεχή αρχηγό, τον έμπειρο στρατηγό, τον ταπεινόφρονα ηγέτη, τον αγαθό πολίτη, τον πιστό φίλο, το φιλόστοργο πατέρα, τον μεγαλόψυχο και αμνησίκακο άνδρα.
Στον πολυτάραχο βίο του, ο Γέρος συνάντησε πολλούς εχθρούς, συκοφάντες, ζηλόφθονες κατήγορους και επικριτές. Ελαττώματα και αδυναμίες ασφαλώς είχε. Όμως σε αντίθεση με όσα προσπαθεί κατά καιρούς να καταμαρτυρήσει ο ιστορικός σκεπτικισμός, ο ίδιος δεν προσπάθησε να φτιασιδώσει την εικόνα του. Ο πολύπειρος αγωνιστής, όπως μας λέγει ο πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου, δεν «επήρθη εις όγκον αξιώματος και δυνάμεως» αλλά «ούτ’ εφάνει κεκρατημένος υπό της υπερηφανίας ήτις κυριεύει τας αγενείς ψυχάς». Όταν κάποτε ένας εκ των φίλων του ξεκόλλησε ένα λίβελο που είχαν τοιχοκολλήσει κοντά στην εκκλησία, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ζήτησε να διαβαστεί μετά τη θεία ακολουθία, για να μάθουν, όπως είπε, τι λέγεται εναντίον του, ακόμη και αυτοί που δεν ήξεραν γράμματα! Και ο ίδιος ομολογούσε: « καθ’ όλον του αγώνος το διάστημα δεν εξώδευσα ούτε οβολόν αφ’ εαυτού μου, διότι δεν είχα. Ο λαός με έθρεψε πάντοτε και επρομήθευεν όλα τα αναγκαία δια τα στρατεύματά μου, το δε σπαθί μου μου το έδωκεν και άττια και άρματα από τους Τούρκους…»
Στον επικήδειο λόγο του ο εκκλησιαστικός ρήτορας, μεταξύ άλλων εγκωμίων αναφέρει: «πολλάκις ηυδοκίμησεν εις μάχας και ηρίστευσε καθώς ίδομεν· πολλών απήλαυσε τιμών, εις μέγιστον της ενδεχομένης δυνάμεως υψωθείς· και όμως, όσον ευπνούστερος και σφοδρότερος εφύσα της ευτυχίας ο δεξιός άνεμος, τοσούτον αυτός συνέστελλε την πολλήν των ιστίων της διάνοιας χύσιν, μήπως εξοκείλη εις τας ατόπους πράξεις της υψηλφροσύνης· όθεν διέμεινε μέχρι τέλους ο αυτός, οίος ην εξ αρχής, άτυφος και άκομψος, και τους τρόπους απέριττος και αρχαϊκός. Ουδέποτ’ εξεδιητήθη προς μίμησιν εθίμων ξένων , ου τράπεζαν ήλλαξεν, ου στολήν, ου την άλλην δίαιταν του σώματος, ουδ’ επήρθη εις οίδημα και όγκον αλαζόνος υπεροψίας αλλά μετείχε της κοινής των Ελλήνων πενίας δια της περί την δίαιταν αφελείας και λιτότητος και αόκνου προς τους πόνους συνεργασίας, και εις ταύτα μόνον εκαλλωπίζετο. Συνεδείπνει πολλάκις και συνεσκήνου μετά του απλού στρατιώτου, ον διέτασσε εις τας μάχας· και των οφειλόμενων απολαυών τιμών, ανταπεδίδου πάλιν το κατ’ αξίαν. Ούτω και πολύτιμος αδάμας αντανακλά των μαρμαρυγών τας ακτίνας εις το περιέχον και λαμπρόν αυτόν φως.»